- κατατροχίζω
- κατατροχίζω (Α)(σχόλ.)1. ανατρέπω, ρίχνω κάτω κάποιον επιβαίνοντας σε άρμα2. (κατ' άλλη ερμ.) σπάζω, συντρίβω με τον τροχό3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατετροχισμένος, -η, -ονο συντριμμένος με τον τροχό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τροχίζω «δένω στον τροχό, βασανίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.